Κατίνα Εμφιετζή-Μητσάκου: Ήρθε στην Ελλάδα σε ηλικία τριών ετών. Η μαρτυρία της στηρίζεται σ’ αυτά που της περιέγραψε η μητέρα της Αναστασία. Ο πατέρας της, Ιορδάνης Εμφιετζής, εκτελέστηκε από τον τουρκικό στρατό. Ως Τούρκος υπήκοος κλήθηκε να υπηρετήσει σ’ αυτόν. Λιποτάκτησε , τον συνέλαβαν και τον εκτέλεσαν. Τα όσα υπέφερε η οικογένειά της τα περιέγραψε λίγο πριν πεθάνει :
«… Από την Προύσα φύγαμε το Σεπτέμβριο του ’22, όταν κατέρρευσε το μέτωπο. Ένας γνωστός μας στρατιωτικός ειδοποίησε να τα μαζέψουμε και να κατεβούμε στην παραλία για να μας φυγαδέψει. Ήρθαν τα καράβια, τα γαλλικά, τα εγγλέζικα. Γέμισε η παραλία με κόσμο. Μια γυναίκα που ήταν έγκυος έπεσε στην πλατφόρμα και περνούσαν από πάνω της! Το βγάλανε το παιδί, αυτή όμως πέθανε. Με είχε εμένα η μητέρα στην αγκαλιά και καθόταν στην πλατφόρμα άκρη-άκρη εκεί στη θάλασσα, κι έλεγε αν έρθουν να μας σφάξουν, να πέσει με το παιδί της στη θάλασσα. Ο δε αδερφούλης μου, ο Ζαχαρίας, άφαντος! Πού να πάει η μητέρα μέσα στον πανζουρλισμό να ψάχνει το παιδί! Κάποια στιγμή ήρθε και τη βρήκε.«Βρε, που ήσουνα;» «Πήγα να κολυμπήσω!». Πήγε να κολυμπήσει στη θάλασσα! Το βάζει το μυαλό σου; Την άλλη μέρα, πλησίασε ένα ελληνικό καράβι. Μπήκαμε μέσα, βρήκαμε μια θέση να καθίσουμε. Μια οικογένεια έστρωσε να φάνε. Λένε στη θεία Ελένη: εσύ έχεις ένα παγούρι νερό, δώσε μας να πιούμε και να πάμε να σας φέρουμε . Απ’ το καράβι, όμως, πού να φέρεις νερό; Το’ δωσε η θεία και μείναμε χωρίς νερό. Η μάνα μου έπαθε αφυδάτωση. Ο ξάδερφος μου, ο Σωτήρης, με το Ζαχαρία να πηγαίνουν στις μηχανές και να βάζουν κυπελλάκια να μαζέψουν τα υγρά που πέφτανε, να της φέρουν να πιει.
Βγήκαμε στη Ραιδεστό με το καράβι, κατεβήκαμε και ξανά πάλι στο τρένο για την Αδριανούπολη. Ο κόσμος εκεί είχε ξεσηκωθεί να υποδεχτεί τους πρόσφυγες, αλλά έγινε φασαρία με τους Τούρκους, κι αναγκαστήκαμε να μπούμε πάλι στα τρένα. Δεν χωρούσανε όλοι κι ανεβήκανε ακόμα και πάνω στις σκεπές. Κι έτσι ήρθαμε στην Ελλάδα… Φτάσαμε στη Θεσσαλονίκη, στα στρατόπεδα που μένανε παλιά οι Άγγλοι στρατιώτες στον ευρωπαϊκό πόλεμο. Εκεί πάλι, είχαν αφήσει πολεμοφόδια. Κάθε μέρα γίνονταν εκρήξεις. Πεθαίνανε παιδιά που πειράζανε ό,τι βρίσκανε. Έσκαγαν οι οβίδες και είχαμε θανάτους πολλούς. Κάποια φορά, η μητέρα με τον Ζαχαρία και οι θείοι μου γύριζαν τη Θεσσαλονίκη να νοικιάσουν σπίτι. Μα, έλεγα στη μητέρα μου μετά, στην κατάσταση που ήσασταν, βρωμεροί, τσαλακωμένοι, πατημένοι, ποιος θα σας νοίκιαζε σπίτι; Ποιος θα εμπιστευόταν έναν πρόσφυγα; Η εγκατάσταση στην Ελλάδα: τα πρώτα χρόνια και ο ρατσισμός Κι έτσι πήγαμε στα Σέρρας – μας είχαν πει ότι εκεί είχε άδεια σπίτια – και στην αρχή μείναμε σ’ ένα αρχοντικό. Του «Αλή πασά», έτσι το λέγανε. Στη σάλα καθόταν μια οικογένεια, στα δωμάτια μια άλλη… Στη συνέχεια χτίσαμε σπίτι, αλλά ούτε παράθυρα ούτε κουφώματα είχε γιατί δεν υπήρχε ξυλεία. Το μισό δωμάτιο δεν είχε πάτωμα. Φέρνανε ξυλεία αλλά πού να φτάσει για όλον αυτό τον κόσμο που ήθελε να χτίσει!
Αλλά κι αφού ήρθαμε στα Σέρρας, οι ντόπιοι δε μας θέλανε. Πήγαινε ο θείος να πάρει ζάχαρη για το τσάι και δεν του δίναν. Κάρβουνα δεν δίναν σε πρόσφυγα! Να, ο ρατσισμός πώς ήταν! Εγώ μέχρι που τέλειωσα το σχολείο, στην Ελλάδα, βιβλία δεν είχα, εκτός από το αναγνωστικό κι ένα βιβλίο φυσικής! Η ιστορία ήταν ένα τεύχος σαν κόμικς, ούτε γραμματική είχα, τα μαθηματικά μας τα ‘λεγαν προφορικά και τα σημειώναμε. Κι εγώ έπαιρνα και διάβαζα από τα βιβλία των αγοριών, που τα είχαν φέρει από την πατρίδα, γιατί εκεί είχαν όλα τα βιβλία, είχαν και σάλπιγγες και κάνανε και μουσική! Μόνο τις σάλπιγγες δεν μπόρεσαν να φέρουν! Όλα τα είχαμε στην πατρίδα!».
Πηγή: ΜΙΚΡΑ ΑΣΙΑ Αλησμόνητες Πατρίδες
«… Από την Προύσα φύγαμε το Σεπτέμβριο του ’22, όταν κατέρρευσε το μέτωπο. Ένας γνωστός μας στρατιωτικός ειδοποίησε να τα μαζέψουμε και να κατεβούμε στην παραλία για να μας φυγαδέψει. Ήρθαν τα καράβια, τα γαλλικά, τα εγγλέζικα. Γέμισε η παραλία με κόσμο. Μια γυναίκα που ήταν έγκυος έπεσε στην πλατφόρμα και περνούσαν από πάνω της! Το βγάλανε το παιδί, αυτή όμως πέθανε. Με είχε εμένα η μητέρα στην αγκαλιά και καθόταν στην πλατφόρμα άκρη-άκρη εκεί στη θάλασσα, κι έλεγε αν έρθουν να μας σφάξουν, να πέσει με το παιδί της στη θάλασσα. Ο δε αδερφούλης μου, ο Ζαχαρίας, άφαντος! Πού να πάει η μητέρα μέσα στον πανζουρλισμό να ψάχνει το παιδί! Κάποια στιγμή ήρθε και τη βρήκε.«Βρε, που ήσουνα;» «Πήγα να κολυμπήσω!». Πήγε να κολυμπήσει στη θάλασσα! Το βάζει το μυαλό σου; Την άλλη μέρα, πλησίασε ένα ελληνικό καράβι. Μπήκαμε μέσα, βρήκαμε μια θέση να καθίσουμε. Μια οικογένεια έστρωσε να φάνε. Λένε στη θεία Ελένη: εσύ έχεις ένα παγούρι νερό, δώσε μας να πιούμε και να πάμε να σας φέρουμε . Απ’ το καράβι, όμως, πού να φέρεις νερό; Το’ δωσε η θεία και μείναμε χωρίς νερό. Η μάνα μου έπαθε αφυδάτωση. Ο ξάδερφος μου, ο Σωτήρης, με το Ζαχαρία να πηγαίνουν στις μηχανές και να βάζουν κυπελλάκια να μαζέψουν τα υγρά που πέφτανε, να της φέρουν να πιει.
Βγήκαμε στη Ραιδεστό με το καράβι, κατεβήκαμε και ξανά πάλι στο τρένο για την Αδριανούπολη. Ο κόσμος εκεί είχε ξεσηκωθεί να υποδεχτεί τους πρόσφυγες, αλλά έγινε φασαρία με τους Τούρκους, κι αναγκαστήκαμε να μπούμε πάλι στα τρένα. Δεν χωρούσανε όλοι κι ανεβήκανε ακόμα και πάνω στις σκεπές. Κι έτσι ήρθαμε στην Ελλάδα… Φτάσαμε στη Θεσσαλονίκη, στα στρατόπεδα που μένανε παλιά οι Άγγλοι στρατιώτες στον ευρωπαϊκό πόλεμο. Εκεί πάλι, είχαν αφήσει πολεμοφόδια. Κάθε μέρα γίνονταν εκρήξεις. Πεθαίνανε παιδιά που πειράζανε ό,τι βρίσκανε. Έσκαγαν οι οβίδες και είχαμε θανάτους πολλούς. Κάποια φορά, η μητέρα με τον Ζαχαρία και οι θείοι μου γύριζαν τη Θεσσαλονίκη να νοικιάσουν σπίτι. Μα, έλεγα στη μητέρα μου μετά, στην κατάσταση που ήσασταν, βρωμεροί, τσαλακωμένοι, πατημένοι, ποιος θα σας νοίκιαζε σπίτι; Ποιος θα εμπιστευόταν έναν πρόσφυγα; Η εγκατάσταση στην Ελλάδα: τα πρώτα χρόνια και ο ρατσισμός Κι έτσι πήγαμε στα Σέρρας – μας είχαν πει ότι εκεί είχε άδεια σπίτια – και στην αρχή μείναμε σ’ ένα αρχοντικό. Του «Αλή πασά», έτσι το λέγανε. Στη σάλα καθόταν μια οικογένεια, στα δωμάτια μια άλλη… Στη συνέχεια χτίσαμε σπίτι, αλλά ούτε παράθυρα ούτε κουφώματα είχε γιατί δεν υπήρχε ξυλεία. Το μισό δωμάτιο δεν είχε πάτωμα. Φέρνανε ξυλεία αλλά πού να φτάσει για όλον αυτό τον κόσμο που ήθελε να χτίσει!
Αλλά κι αφού ήρθαμε στα Σέρρας, οι ντόπιοι δε μας θέλανε. Πήγαινε ο θείος να πάρει ζάχαρη για το τσάι και δεν του δίναν. Κάρβουνα δεν δίναν σε πρόσφυγα! Να, ο ρατσισμός πώς ήταν! Εγώ μέχρι που τέλειωσα το σχολείο, στην Ελλάδα, βιβλία δεν είχα, εκτός από το αναγνωστικό κι ένα βιβλίο φυσικής! Η ιστορία ήταν ένα τεύχος σαν κόμικς, ούτε γραμματική είχα, τα μαθηματικά μας τα ‘λεγαν προφορικά και τα σημειώναμε. Κι εγώ έπαιρνα και διάβαζα από τα βιβλία των αγοριών, που τα είχαν φέρει από την πατρίδα, γιατί εκεί είχαν όλα τα βιβλία, είχαν και σάλπιγγες και κάνανε και μουσική! Μόνο τις σάλπιγγες δεν μπόρεσαν να φέρουν! Όλα τα είχαμε στην πατρίδα!».
Πηγή: ΜΙΚΡΑ ΑΣΙΑ Αλησμόνητες Πατρίδες
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου